Κάβαλλα

Κάβαλλα
Αρχαία πόλη της Αρμενίας στην περιοχή της Ισπιράτιδας. Ονομαζόταν επίσης Κάμβαλα ή Κάβαλα. Στα Κ. υπήρχαν πολλά χρυσωρυχεία, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε στείλει τον Μένωνα με μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να τα εξερευνήσει. Οι κάτοικοι όμως της περιοχής αντιστάθηκαν με πείσμα, ενώ συνέλαβαν και απαγχόνισαν τον αρχηγό της επιχείρησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καβάλλᾳ — καβάλλαι , καβάλλης nag masc nom/voc pl καβάλλᾱͅ , καβάλλης nag masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλας — καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc acc pl καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλαν — καβάλλᾱν , καβάλλης nag masc acc sg (epic doric aeolic) καβάλλης nag masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούλα — η (Α μούλη, Μ μούλα) θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.) νεοελλ. μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, ae, λ. ασιατικής προελεύσεως… …   Dictionary of Greek

  • Καβαλία ή Καβαλίς — Περιοχή της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα, στα σύνορα Φρυγίας, Λυκίας, Πισιδίας και Παμφυλίας. Οφείλει την ονομασία της στην πόλη Κάβαλλα της περιοχής. Πρωτοκατοικήθηκε από Λυδούς Μαίονες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πολλές πόλεις της, όπως τα… …   Dictionary of Greek

  • Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”